- αγκουσεύω
- (λ. ιταλ.), αγκουσεύτηκα, αγκουσεμένος, δυσφορώ, στενοχωριέμαι: Έφυγε αγκουσεμένος απ' όσα άκουσε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγκουσεύω — [αγκούσα] Ι. ενεργ. κάνω κάποιον να στενοχωρηθεί μεσ. 1. αισθάνομαι αναπνευστική δυσφορία, ανασαίνω με δυσκολία 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω … Dictionary of Greek
αγγουσεύω — βλ. ορθή γραφή αγκουσεύω … Dictionary of Greek
αγκουσιά — η 1. άσθμα, δύσπνοια, αγκούσα 2. στενοχώρια, αδημονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκουσεύω, με υποχωρητικό σχηματισμό. ΠΑΡ. αγκουσιάζω] … Dictionary of Greek
αγκουσομανώ — ( άω) αγκομαχώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγκούσα ή ρ. αγκουσεύω + παραγ. κατάλ. μανώ] … Dictionary of Greek
αγκούσεμα — το [αγκουσεύω] στενοχώρια, δυσφορία … Dictionary of Greek
ξεγκουσεύ(γ)ω — και ξαγκουσεύω και εξεγκουσεύω και εξαγκουσεύω (στον Ερωτόκρ.) απαλλάσσω κάποιον από στενοχώρια, βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ἀγκουσεύω «αγωνιώ, στενοχωριέμαι»] … Dictionary of Greek